Η βία των γηπέδων

Κάθε Δευτέρα Δελτίο Θυέλλης από τον Τάκη Πετρόπουλο

Τρίτη, Αύγουστος 21, 2018 - 8:48μμ

Το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα δεν μπορεί να λυθεί ριζικά εντός ενός μονοδιάστατου αυταρχικού πλαισίου αστυνόμευσης και καταστολής.

«Είναι ερευνητικά αποδεδειγμένο ότι περιόδους εντονότερης αστυνόμευσης ακολουθούν περίοδοι ποσοτικής και ποιοτικής έξαρσης της βίας στα γήπεδα» επισημαίνει εύστοχα ο εκπαιδευτικός Dr της αθλητικής κοινωνιολογίας Αλέκος Καποδίστριας σε άρθρο του στην «Αυγή» στις 7/3/2010 με τίτλο «Το πρόβλημα της βίας στα γήπεδα προς μια εναλλακτική προσέγγιση».

Επειδή το φαινόμενο της βίας στα γήπεδα είναι εξαιρετικά σύνθετο, η προσέγγιση του δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ολική διεπιστημονική. Μόνο έτσι  οδηγώντας μας στις βαθύτερες ρίζες του, που εκτείνονται έξω από το γήπεδο στο κοινωνικό έδαφος, θα είναι λυσιτελής.

Προς μια τέτοια κατεύθυνση είναι αναγκαίες κάποιες θεμελιώδεις αποσαφηνίσεις κι επισημάνσεις.

Κατ’ αρχήν δεν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο των εθνικών κρατικών κοινωνιών αλλά εμφανιζόταν και στις προκρατικές κοινωνίες. Επί πλέον υπάρχει μια άρρηκτη αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην τραχύτητα της συμπεριφοράς εντός των γραμμών του γηπέδου και της κερκίδας που λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό με τους Φροϋδικούς  όρους της αγελοποίησης.

Η βία γενικά ακόμη και στις σύγχρονες κοινωνίες ενυπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στον εκπολιτισμένο  άνθρωπο και αφυπνίζεται κάτω από κάποιες συνθήκες και κυρίως από την όλο και αυξανόμενη κρατική βία, τον κρατικό αυταρχισμό, τους κοινωνικούς περιορισμούς και καταναγκασμούς (μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου – αυτοελέγχου που διαμορφώνουν το κατά Pierre Bourdieu κοινωνικό habitus ή το κατά Sigmund Freud υπερεγώ)

Ο αθλητισμός σε σχέση με άλλες μιμητικές δραστηριότητες της σχόλης & κύρια σε σχέση με την τέχνη, είναι ο πιο αποτελεσματικός θεσμός ελεγχόμενης έκκλησης καταπιεσμένων συναισθημάτων, λόγω των   συγκριτικών δομικών & λειτουργικών πλεονεκτημάτων του. Η in toto σύγκρουση μεταξύ ανθρώπινων όντων (καθολική γιατί είναι σωματική, ψυχική & πνευματική και οξεία γιατί είναι τραχεία). Η αμεσότερη ικανοποίηση του κατά John Huizinga κοινωνικού ορμέμφυτου του παιγνιδιού. Η σύνδεση του με τον τζόγο (ΟΠΑΠ – παράνομο στοίχημα). Η απλοϊκή ανεπιτήδευτη & ταυτόχρονα ποιοτική αισθητική του, που είναι βατή για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, χωρίς προαπαιτούμενο υψηλό επίπεδο παιδείας & κουλτούρας.

Στην Ελλάδα οι όποιες έρευνες έγιναν μέχρι και το 2000 (Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο1986-88, Πάντειο Πανεπιστήμιο1991-93, ΤΕΙ Αθήνας 1993-95)  ήσαν μονομερείς, περισσότερο στατιστικού χαρακτήρα & παραπέμφθηκαν στις καλένδες. Μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 2000 πολύ καθυστερημένα άρχισε να συγκροτείται ερευνητικό – επιστημονικό πεδίο για τα σπορ και ειδικότερα το ποδόσφαιρο, με αξιόπιστες κι ενδιαφέρουσες αναφορές στη βία των γηπέδων.   Η θεσμική συζήτηση όμως γύρω από το  πρόβλημα  περιορίζεται ακόμη στην αστυνόμευση και την  καταστολή, ενώ το κράτος κάθε φορά, που η κατάσταση ξεφεύγει εντελώς από τον έλεγχο του, επιδίδεται σε λεονταρισμούς & επιδιώκει με διοικητικές αποφάσεις  την επικοινωνιακή διαχείριση του.

Η Ελληνική πραγματικότητα της βίας των γηπέδων δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως με μηχανιστικές μεταφορές της πραγματικότητας άλλων ευρωπαϊκών κρατών όπως η Αγγλία και η Γερμανία για παράδειγμα, που έχουν διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης. Από τις επιστημονικές κι εμπειρικές έρευνες  που  έχουν πραγματοποιηθεί σε άλλα κράτη αυτό που μπορεί να μας χρησιμεύσει είναι μόνο ο σχεδιασμός, η οργάνωση και η μεθοδολογία τους.

Μία σοβαρή προσπάθεια προσέγγισης και κατανόησης της βίας των γηπέδων στην Ελλάδα πρέπει να έχει συγκεκριμένες στοχεύσεις που θα μπορούσαν να είναι ενδεχομένως ο εντοπισμός των γεννεσιτελών κοινωνικών αιτιών της βίας γενικότερα,  η τυπολογία της βίας των Ελληνικών γηπέδων, η ταξική σύνθεση της Ελληνικής κερκίδας, δυσλειτουργίες του Ελληνικού αθλητισμού κ.ο.κ.

Υποστήριξη: SilkTech