Είναι ο μόνος παίκτης που έχει γίνει franchise player σε γραφείο μάνατζμεντ αθλητών. Ο Μίσκο Ραζνάτοβιτς έχει ομολογήσει πως αν δεν ήταν ο Βασίλης Σπανούλης, το BeoBasket δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Και εκείνος δύσκολα θα ήταν ο ατζέντης με τη μεγαλύτερη επιρροή στα δρώμενα. Για να πει κάτι που δεν αφορά το μεγαλείο του εαυτού του ο Ραζνάτοβιτς, προφανώς και είναι η απόλυτη αλήθεια. Όπως αλήθεια είναι πως "η μετακίνηση του Βασίλη από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό, την οποία δεν θα μπορούσε να κάνει το 90% των ατζέντηδων, άλλαξε την ιστορία των “ερυθρόλευκων".
Ο 37χρονος γκαρντ συμφώνησε να μείνει για άλλον ένα χρόνο στον Πειραιά, το βράδυ της Τρίτης 16/7. Εκεί όπου πήγε το 2010, αφήνοντας τον Παναθηναϊκό, με τις παρανοήσεις του πώς και του γιατί να διαδέχονται η μια την άλλη. Στα δεδομένα, ο Kill Bill είχε πάντα τον εγωισμό αυτών που έρχονται στη ζωή με συγκεκριμένο προορισμό και έχουν την ευλογία να τον βρουν, από πολύ μικροί. Στα δεδομένα ανήκει και η ευκαιρία να 'κλείσει' την καριέρα του στο σύλλογο που άλλαξε άρδην επί των ημερών του. Δηλαδή, να γίνει από τους ελάχιστους θρύλους του Ολυμπιακού (αν όχι ο μόνος) που αποχαιρετά ως 'ερυθρόλευκος' το μπάσκετ.
"Είναι πολύ κοντός και αδύνατος"
Απ' όταν θυμάται τον εαυτό του, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το μπάσκετ. Και η οικογένεια του. Σαν να ήλθε στη γη, ταγμένος στο κάλεσμα του. Η ανεμελιά ήταν άγνωστη λέξη. Είχε έναν στόχο και το πείσμα να κάνει ό,τι χρειαζόταν για να τον υλοποιήσει. Όταν ήταν 10 χρόνων (1992), με τον πλέον φυσικό τρόπο ανακοίνωσε στους γονείς του, Θανάση και Γεωργία πως θα γινόταν μπασκετμπολίστας. Πολύ πριν πάρει αυτήν την απόφαση, είχε πάρει μια άλλη: να μην... πιάσει ιδιαίτερες επαφές με την ήττα. Ποτέ. Απ' όταν έπαιζε μονά με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Δημήτρη γινόταν έξαλλος όταν έχανε. Το αυτό συνέχισε να συμβαίνει όταν φόρεσε την πρώτη του φανέλα. Αυτή του Κεραυνού Λάρισας.
Όσοι τον έβλεπαν να ξημεροβραδιάζεται στα ανοιχτά γήπεδα της πόλης του, τον έδειχναν και γελούσαν. Έλεγαν πως 'είναι πολύ κοντός', ότι 'είναι πολύ αδύνατος'. Ο πρώτος προπονητής του, Νίκος Χατζής θα προειδοποιούσε πως 'αν φτάσει το 1.90, όλοι θα μιλούν για αυτόν'. Tα κακεντρεχή σχόλια έγιναν το καύσιμο του. Αποφασισμένος να μην παραιτηθεί ποτέ του ονείρου, συνέχιζε τη δουλειά. Έως το Νοέμβρη του 1997 είχε μόνο το μπάσκετ στο μυαλό του. Τότε έζησε το πρώτο σοκ: το θάνατο του πατέρα του.
"Ήταν κάτι που ήλθε αναπάντεχα και πολύ γρήγορα. Μας άφησε ξερούς. Ευτυχώς, είχα τη μητέρα μου που προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα μόνη της, με δυο παιδιά. Έκανε όλες τις δουλειές που έκανε ο πατέρας μου και ακόμα περισσότερες. Τα χρόνια εκείνα εμπεριείχαν στερήσεις και πόνο. Εμπεριείχαν όμως και αγάπη, μια και γίναμε όλοι μια γροθιά προκειμένου να κρατηθούμε και να επιβιώσουμε. Ορθοποδήσαμε. Δεν μας έλειψε τίποτα", θα εξηγούσε χρόνια μετά -όταν αυτό το "μια γροθιά" θα γινόταν κύριο στοιχείο, κύριο ζητούμενο της ζωής του -εντός και εκτός γηπέδων.
Θα πρόσθετε και κάτι ακόμα: "Έχω μεγάλη αδυναμία στη μάνα μου για τον αγώνα που έδωσε, ενώ δεν περνά ούτε μια μέρα που να μην σκεφτώ τον πατέρα μου". Το πρώτο του tattoo ήταν το R(est)I(n)P(eace), στη μνήμη του μπαμπά του (τα επόμενα ήταν για τη γυναίκα της ζωής του και τα παιδιά του -ξεκίνησε ταπεινά και επεκτάθηκε όσο αυξάνονταν τα μωρά του. Και ευτυχώς για εκείνον, έχει μεγάλο πήχη και χωρούν όλοι!). Η μητέρα του, δεν θα έφευγε ποτέ ξανά από κοντά του.
Το μπάσκετ έγινε ακόμα καλύτερη παρέα, γιατί πια ήταν και ο τρόπος που 'χε να 'αδειάζει' το μυαλό του. Να ηρεμεί η ψυχή του από τον πόνο. Το 1999 πήρε μεταγραφή στο Γυμναστικό Λάρισας και τότε ήταν που το όνομα του θα κυκλοφορούσε πια σε όλη την Ελλάδα. Μέσα σε δυο σεζόν γίνεται starter και διεθνής, καθώς το 2000, ο επίσης Λαρισαίος, Νίκος Σταυρόπουλος τον κάλεσε στην Εθνική Εφήβων. Η διαδρομή του στα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα, ξεκίνησε με το χάλκινο μετάλλιο στο Eurobasket της Κροατίας και μια φιλία που "κρατά" (πλέον έχει ενισχυθεί και με κουμπαριά, συν όσα φέρνει ο χρόνος) έως τη σήμερον ημέρα: αυτή με τον Νίκο Ζήση.