ΚΩΣΤΑΣ ΔΑΒΟΥΡΛΗΣ : Μια αξεπέραστη ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα

Τρίτη, Ιανουάριος 5, 2021 - 8:02πμ

Έτυχε να μεγαλώσω στο Στάδιο της Παναχαϊκής (γεννήθηκα προς τα τέλη του 1961) και, μοιραία, σε καθημερινή σχεδόν βάση, από το 1969 και στην συνέχεια, να τον παρακολουθήσω σε χιλιάδες προπονήσεις και εκατοντάδες αγώνες. Όπως, βέβαια, και τους υπόλοιπους, πολύ σπουδαίους ποδοσφαιριστές της Παναχαϊκής, στις αρχές της δεκαετίας του ΄70. Με μια φουρνιά Πατρινών ποδοσφαιριστών, που, στην σύγχρονη μορφή του Ελληνικού ποδοσφαίρου, δεν είναι δυνατόν να εμφανισθεί και πάλι στην πόλη με τέτοια μορφή και να πετύχει κάτι ανάλογο μ' αυτό που πέτυχε εκείνη η φουρνιά τότε.

Κορυφαίος όλων αυτών, ήταν ο Κώστας Δαβουρλής. Για την μεγάλη πλειοψηφία του ποδοσφαιρικού κόσμου στην Ελλάδα, ήταν ανάμεσα στους 7- 8 καλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές που ανέδειξε το Ελληνικό ποδόσφαιρο στον προηγούμενο αιώνα. Μάλιστα, για τους πιο ειδικούς, ήταν, από άποψης τεχνικής κατάρτισης, ταλέντου, ποδοσφαιρικής ευφυΐας και γενικά ποδοσφαιρικών προσόντων, ο πλέον προικισμένος Έλληνας ποδοσφαιριστής.

Πιθανόν, κάποιοι νεότεροι, που δεν τον είδαν να παίζει ποδόσφαιρο, να θεωρούν, ότι κάπου υπάρχει και κάποια υπερβολή σε όλα αυτά (όπως, άλλωστε, συχνά, συνηθίζεται, στο ποδόσφαιρο). Όμως, οι πιο πάνω απόψεις, για τον Κώστα Δαβουρλή δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν υπερβολικές, αντίθετα είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα.

Να υπενθυμίσω στους παλαιότερους, ότι, την δεκαετία του 1970, έπαιζε στην Ελλάδα ο σπουδαίος Ουρουγουανός διεθνής, Μίλτον Βιέρα, ο πρώτος ποδοσφαιριστής που έπαιξε στο Ελληνικό πρωτάθλημα, έχοντας, προηγουμένως, παίξει σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου και ο πρώτος που δίδαξε στην Ελλάδα πώς παίζεται η θέση του αμυντικού χαφ (και γιός κορυφαίου – τότε - προπονητή ποδοσφαίρου στη Νότιο Αμερική). Αυτός, λοιπόν, ο πολύ σπουδαίος Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής, έχοντας συμπαίκτη στον Ολυμπιακό τον Κώστα Δαβουρλή, εκστασιασμένος από το μεγάλο ταλέντο του και γενικά την τεράστια ποδοσφαιρική του προσωπικότητα τον χαρακτήρισε - εδώ, έστω και με κάποια δόση υπερβολής - ΄΄ΠΕΛΕ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ΄΄.

Σε αυτόν τον χαρακτηρισμό οφείλεται και ο όμοιος τίτλος του βιβλίου του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη για τον Κώστα Δαβουρλή – εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ (είναι χαρακτηριστικό, ότι για ελάχιστους Έλληνες ποδοσφαιριστές έχουν γραφεί βιβλία - αξίζει κανείς να το διαβάσει).

Μάλιστα, ο ίδιος ο Μίλτον Βιέρα, σε παλαιότερη συνέντευξη του, αναφερόμενος στους πολύ καλούς ποδοσφαιριστές που γνώρισε στην Ελλάδα (τα χρόνια που έπαιξε εδώ ποδόσφαιρο), είχε πει, ότι, τουλάχιστον δύο από αυτούς (ο Γιώργος Κούδας και ο Κώστας Δαβουρλής), μπορούσαν να παίξουν σε οποιαδήποτε ομάδα του κόσμου εκείνης της χρονικής περιόδου …!!!.

Επίσης, την περίοδο που ο Κώστας Δαβουρλής έπαιζε στον Ολυμπιακό (1974 - 1977), υπήρχαν συμπαίκτες του (ο αρχηγός Γιάννης Γκαϊτατζής, ο Μάϊκ Γαλάκος κ.λπ.), που δημόσια είχαν εκφράσει την άποψή τους, ότι ο Κώστας Δαβουρλής ήταν ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής εκείνης της εποχής.

Φυσικά, πολύ μεγάλος είναι ο αριθμός, αυτών, που κατά καιρούς εκφράσθηκαν ανάλογα ή περίπου έτσι για την αξία του.

Το μεγάλο ταλέντο του είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται από την τριετία 1966 - 1969, όταν, με την Παναχαϊκή στην Β' Εθνική, είχε εντυπωσιάσει και πετύχαινε τα γκολ με το τσουβάλι (39 γκολ την περίοδο 1966 - 1967 σε ηλικία 19 ετών, 16 γκολ την περίοδο 1967- 1968 και 34 γκολ την περίοδο 1968 - 1969).

Κομβικό σημείο για την καριέρα του υπήρξε το παιγνίδι της Παναχαϊκής με την ΑΕΚ, στην Αγυιά, για τα προημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδος, στα μέσα Ιουνίου του 1969. Μπροστά σε 15.000 χιλιάδες κόσμο (2.500 καθήμενοι, οι υπόλοιποι όρθιοι - στιβαγμένοι σαν τις σαρδέλες - στα χωμάτινα ΄΄τούμπια΄΄ του γηπέδου της Αγυιάς - παρουσία και του Γ.Γ.Α. του χουντικού καθεστώτος Κωνσταντίνου Ασλανίδη), ημέρα Τετάρτη, κάτω από τον καυτό ήλιο, η Παναχαϊκή, που, μόλις, είχε εξασφαλίσει, για πρώτη φορά στην ιστορία της, την συμμετοχή της - την επόμενη αγωνιστική περίοδο - στην Α' Εθνική, απέκλεισε με σκορ 4 - 2 την ΑΕΚ, που ήταν πρωταθλήτρια Ελλάδος την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο, με τρία γκολ του Κώστα Δαβουρλή. Η ποδοσφαιρική Ελλάδα άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι μεγάλο ποδοσφαιρικά γεννιέται στην Πάτρα και ο Κώστας Δαβουρλής αμέσως κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδος, στην οποία έπαιξε το ίδιο καλοκαίρι, σε ηλικία είκοσι ενός ετών, όντας, ο πρώτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που έπαιξε σ' αυτήν, χωρίς, προηγουμένως, να έχει αγωνισθεί, έστω και μια φορά στην Α΄ Εθνική.

Έπαιξε στην Παναχαϊκή μέχρι το καλοκαίρι του 1974, οπότε, σχεδόν στα είκοσι επτά του, πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό. Η πιο ακριβή, μέχρι τότε, μεταγραφή για Έλληνα ποδοσφαιριστή (περίπου 10.000.000 δραχμές). Μια μεταγραφή, για την οποία υπήρξαν πάρα πολλές αντιδράσεις, τότε, στην Πάτρα. Η αλήθεια είναι, ότι ο Κώστας Δαβουρλής ήθελε την μεταγραφή αυτή. Πρώτον για να ΄΄αποκατασταθεί΄΄ οικονομικά, κάτι που δεν μπορούσε να του προσφέρει, τότε, η Παναχαϊκή (όσο, βέβαια, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ΄΄οικονομική αποκατάσταση΄΄, αφού το ποδόσφαιρο δεν είχε γίνει ακόμη επαγγελματικό - αυτό ξεκίνησε, σιγά - σιγά, από το 1979) και δεύτερον, γιατί θα είχε την ευκαιρία να παίξει σε μια μεγαλύτερη ομάδα (στην οποία, από το 1974 και στην συνέχεια, το 80% σχεδόν του ρόστερ του ήταν διεθνείς - όλα αυτά με χρήματα του Νίκου Γουλανδρή).

Τέλος και η διοίκηση της Παναχαϊκής (στην πλειοψηφία της) ήθελε την μεταγραφή αυτή για να αναπνεύσει οικονομικά το σωματείο. Πήγε φθασμένος - πρωτοκλασάτος ποδοσφαιριστής στον Ολυμπιακό, δεν είχε να αποδείξει κάτι, έπαιξε αμέσως, προσέφερε για τρία χρόνια και αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο του Ολυμπιακού.

Πολλές φορές ήταν αυτός που έπαιρνε τις πρωτοβουλίες στα δύσκολα και αυτός που έδινε τις ουσιαστικές λύσεις που χρειαζόταν η ομάδα του Πειραιά (υπήρξαν στιγμές, που 40.000 φίλαθλοι στο παλιό ΄΄Γ. Καραϊσκάκης΄΄ τον χειροκροτούσαν όρθιοι).

Όμως, ο ίδιος ήξερε, εξ αρχής, ότι η ζωή του ήταν στην Πάτρα, όπου ζούσε η οικογένειά του και ότι ο Ολυμπιακός ήταν μόνο μια παρένθεση, για τους πιο πάνω λόγους. Έτσι, με το ζόρι, έμεινε τρία χρόνια στον Ολυμπιακό. Ήδη, μετά την συμπλήρωση του δεύτερου χρόνου - έχοντας κλείσει τα είκοσι οκτώ του - είχε εκφράσει ρητά την επιθυμία να γυρίσει στην Πάτρα. Γύρισε, το καλοκαίρι του 1977, λίγο πριν τα τριάντα του, προκειμένου να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο, αλλά, πλέον, πιο ξεκούραστα και με λιγότερη πίεση. Στην Πάτρα, όπου ήταν πάντα, βασιλιάς. Όμως, η επιστροφή αυτή δεν έγινε εύκολα, διότι ο Ολυμπιακός (που είχε καταβάλλει πολλά χρήματα για να τον αποκτήσει) δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει. Έτσι, αναγκαστικά, τα πράγματα οδηγήθηκαν σε μία και πάλι ακριβή μεταγραφή. Ειδικότερα, για να επιστρέψει ο Κώστας Δαβουρλής στην Παναχαϊκή, αφενός μεν η Πατρινή ομάδα κατέβαλε αρκετά χρήματα στον Ολυμπιακό, αφετέρου δε του παραχώρησε δύο από τους καλύτερους, τότε, ποδοσφαιριστές της, τον Κυριάκο Ανδρούτσο και τον Γιώργο Σπυρόπουλο.

Εδώ, θα ήθελα να αναφέρω μια χαρακτηριστική στιγμή, ενδεικτική του πόσο δεμένος ήταν με την Πάτρα και το γήπεδο της Αγυιάς. Ήταν καλοκαίρι του 1976, ο Κώστας Δαβουρλής (αν όχι ο κορυφαίος, από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές, εκείνη την περίοδο) ήταν στην Πάτρα, όπως συνήθιζε σε όλες σχεδόν τις διακοπές του πρωταθλήματος, και ένα απόγευμα βρέθηκε στο γήπεδο της Αγυιάς, όπου η εφηβική ομάδα της Παναχαϊκής είχε δίτερμα (στο χορτάρι). Μίλησε με τους γνωστούς, χαιρέτησε τον δάσκαλό του Σπύρο Βουλγαράκη και του ζήτησε να παίξει και αυτός στο δίτερμα, πράγμα που φυσικά του επέτρεψε αμέσως. Άφησε στην άκρη τα σανδάλια του και το μακό αθλητικό μπλουζάκι που φορούσε, και εντελώς ξυπόλητος αλλά και γυμνός από την μέση και πάνω, φορώντας μόνο ένα τζην παντελόνι, έπαιξε για αρκετή ώρα στο δίτερμα, κάνοντας διάφορα μαγικά αλλά και κάποια σουτ που δεν πιάνονταν με τίποτα. Στην συνέχεια, ευχαρίστησε και χαιρέτησε όλους και έφυγε. Με την αποχώρησή του, φυσικά, σταμάτησε και το δίτερμα, αφού σε κανένα (ούτε καν στον Σπύρο Βουλγαράκη ..!!!) δεν υπήρχε η συγκέντρωση για συνέχισή του ….!!!! Δεν είχε νόημα. Είναι μια σκηνή που μου έχει ΄΄μείνει΄΄.

Για τα στατιστικά του Κώστα Δαβουρλή (συμμετοχές στα πρωταθλήματα, στις διάφορες Εθνικές ομάδες, γκολ κ.λπ.), μπορεί να διαβάσει κανείς στο πιο πάνω βιβλίο του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη – εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ, όπου υπάρχει πλήρης και αναλυτική καταγραφή. Επίσης, στο βιβλίο αυτό μιλούν για τον Κώστα Δαβουρλή, πολλοί άνθρωποι του Ελληνικού ποδοσφαίρου.

Γι' αυτούς που δεν τον είδαν να παίζει ποδόσφαιρο και, φυσικά, για τους περισσότερο μυημένους στο ποδόσφαιρο, θα προσπαθήσω να περιγράψω - περιληπτικά - την ποδοσφαιρική του εικόνα.

Ήταν σχετικά ψηλός για την εποχή του (γύρω στο 1,77 μ.), με αρμονική κίνηση, χρησιμοποιούσε άριστα και τα δύο του πόδια (εσωτερικά και εξωτερικά), έχοντας πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ (΄΄κανονιέρη΄΄ τον αποκαλούσε, μόνιμα, ο αθλητικός τύπος της εποχής), αλλά και μεγάλη μεταβίβαση ακριβείας, προσόντα σπάνια για την εποχή του.

Πολλές φορές στα σουτ του συνδύαζε την δύναμη με τα φάλτσα, πραγματικός εφιάλτης για τους τερματοφύλακες. Γενικά, και με τα δύο του πόδια έκανε ό, τι ήθελε την μπάλα.

Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί, ότι, εσφαλμένα αναφέρεται από κάποιους, ότι ήταν αριστεροπόδαρος, αφού, στην πραγματικότητα, ο ίδιος, στα κρίσιμα στημένα (πέναλτι, επικίνδυνα φάουλ) επέλεγε, σχεδόν, πάντα, το δεξί του πόδι (πολλοί παρασύρθηκαν, επειδή, εξ ίσου καλά χρησιμοποιούσε και το αριστερό, πολλές φορές φορούσε την φανέλα με το νούμερο 11 – το νούμερο 10 το παρέδωσε στον Πέτρο Λεβεντάκο όταν επέστρεψε από τον Εθνικό στην Πάτρα - και έπαιζε στην αριστερή πλευρά της επίθεσης, αλλά και πέτυχε πολλά γκολ με το αριστερό).

Είχε άριστη τεχνική κατάρτιση (στο υψηλότερο επίπεδο που έχουμε δει, ακόμη και μέχρι σήμερα), μεγάλη ικανότητα στο να δέχεται την μπάλα ξεμαρκάριστος, εκπληκτικό σπάσιμο της μέσης με πολύ αποτελεσματική προσποίηση, εκρηκτικότητα στην αρχή της φάσης, πολύ ικανός να παίζει ένας απέναντι σε έναν, έχοντας εύκολη ντρίπλα. Πριν υποδεχθεί την μπάλα, είχε ήδη αποφασίσει τι θα κάνει. Μπορούσε να ξεκινήσει – μόνος του - μια φάση από το μηδέν και να την τελειώσει, στέλνοντας την μπάλα στα δίχτυα.

Δεν ήταν πολύ γρήγορος στις αποστάσεις 25 - 35 μέτρων (ο Θ. Ρήγας, ο Δ. Καπανδρίτης και ο Κ. Ανδρούτσος ήταν αρκετά πιο γρήγοροι - ιδίως ο Θ. Ρήγας στην κόντρα επίθεση ήταν άπιαστος, με τρομερή επιτάχυνση), όμως το άριστο κοντρόλ της μπάλας, το ότι έπαιζε, πάντα, με ψηλά το κεφάλι, βλέποντας γήπεδο, το ότι είχε πολύ καλή κάθετη διείσδυση, η εκρηκτικότητα στην αρχή της φάσης, το σπάσιμο της μέσης και η ικανότητά του στο να παίζει ένας προς έναν, του έδιναν την δυνατότητα να είναι, ίσως, ο  πιο γρήγορος ποδοσφαιριστής  στην Ελλάδα με την μπάλα στα πόδια (και μάλιστα σε κάθετη κίνηση, που είναι και το σαφώς πιο δύσκολο).

Δεν θα μπορούσε κανείς να τον πει καλό στο ψηλό παιγνίδι (ο Α. Μιχαλόπουλος, ο Δ. Σπεντζόπουλος και ο Γ. Σπυρόπουλος ήταν πολύ καλύτεροι σ' αυτό), αντίθετα προτιμούσε σαφώς το στρωτό ποδόσφαιρο.

Επίσης, δεν αναλωνόταν σε πολλά χιλιόμετρα μέσα στο γήπεδο (ο Β. Στραβοπόδης, άριστος τεχνίτης, με κοφτή ντρίπλα, όργωνε στην κυριολεξία όλο το γήπεδο, μοιράζοντας περίτεχνα την μπάλα).

Είχε κρύο αίμα. Δεν επηρεαζόταν από την κερκίδα. Είτε η κερκίδα ήταν εκκλησία είτε καζάνι που έβραζε, δεν επηρεαζόταν, ήταν σαν να έπαιζε χωρίς αυτήν.

Είχε, πάντα, εμπιστοσύνη στον εαυτό του και ποτέ δεν έχανε την αυτοκυριαρχία του. Ακόμη και στην κακή του μέρα, παρέμενε ήρεμος και δεν εκβίαζε τα πράγματα. Άλλωστε, όλοι ξέραμε, ότι με μια - δύο ενέργειες, μπορούσε να αλλάξει την ροή του αγώνα. Ποτέ δεν φοβήθηκε να ΄΄βγάλει τα κάστανα από την φωτιά΄΄.

Ήταν ηγετική - επιβλητική προσωπικότητα μέσα στο γήπεδο, με έντονο (με την καλή έννοια) ποδοσφαιρικό εγωισμό.

Είχε εύκολο το γκολ και ήταν σπεσιαλίστας στα φάουλ (μέχρι να τον προσπεράσει - μετά τον θάνατό του - ο Κώστας Φραντζέσκος, ήταν αυτός που είχε πετύχει τα περισσότερα γκολ από φάουλ στην Α΄ Εθνική - με 22 γκολ από φάουλ εξακολουθεί να παραμένει δεύτερος στην σχετική λίστα, με τρίτο τον Δ. Σαραβάκο με 16 - επίσης είναι πρώτος σε γκολ γενικά από στημένα - βλ. σχετικά στο πιο πάνω βιβλίο του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη). Μέχρι το 1974 έπαιζε περισσότερο στην επίθεση, μετά το 1974 γύρισε πιο πίσω και ο ρόλος του ήταν περισσότερο επιτελικός - οργανωτικός και λιγότερο εκτελεστικός. Γι' αυτό μειώθηκαν και τα γκολ.

Γενικά, οι προπονητές του άφηναν ελεύθερο ρόλο στο γήπεδο. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ούτε τον πίεζαν ιδιαίτερα να ΄΄γυρίζει΄΄ και να μαρκάρει.

Όπως όλοι θα θυμούνται από εκείνη την περίοδο, στον Κώστα Δαβουρλή δεν άρεσε ιδιαίτερα η (χωρίς μπάλα) έντονη προπόνηση. Πιστεύω, ότι, από άποψη φυσικής κατάστασης, δεν ξεπέρασε ποτέ το 70 με 75% αυτού που θα μπορούσε να πετύχει. Όμως, ήταν τόσο μεγάλο το ταλέντο του και τόσες πολλές οι ποδοσφαιρικές του αρετές, που η έλλειψη αυτή δεν φαινόταν. Άλλωστε, είχε τέτοια μεγάλη ποδοσφαιρική οξυδέρκεια, που διαχειριζόταν άνετα και όπως έπρεπε, μέσα στο παιχνίδι, τις σωματικές του δυνάμεις. Για το λόγο αυτό, οι εκάστοτε προπονητές δεν επέμεναν στο θέμα αυτό. Ακόμη και ο Νταν Γεωργιάδης (όταν η Παναχαϊκή ανέβηκε στην Α' Εθνική), ενώ, αρχικά, ως ένθερμος θιασώτης της άριστης φυσικής κατάστασης - προπονητής με παραστάσεις από το ανατολικό μπλοκ, καθότι ήταν πολλά χρόνια στην Ρουμανία - προσπάθησε να πιέσει πολύ τα πράγματα προς την κατεύθυνση αυτή (όχι μόνο με τον Κώστα Δαβουρλή, αλλά και με τους υπόλοιπους πολύ ταλαντούχους, τότε, συμπαίκτες του), στην συνέχεια, έβαλε νερό στο κρασί του και συμβιβάσθηκε με την κατάσταση αυτή.

Πάντως, οι παλιοί σίγουρα θα θυμούνται τον Νταν Γεωργιάδη να ΄΄τρέχει΄΄ τους παίκτες της Παναχαϊκής, πότε στην άμμο της Πλαζ και πότε στις ανηφοριές στο Καστρίτσι (αξίζει κανείς να δει στο διαδίκτυο – βικιπαίδεια  -  το βιογραφικό του Νταν Γεωργιάδη). Πάντως, με δεδομένο τον ξαφνικό θάνατο του Κώστα Δαβουρλή σε μικρή ηλικία (44 χρονών), ακούσθηκε (γενικά και αόριστα), ότι ίσως η κατασκευή του καρδιοαναπνευστικού του συστήματος δεν μπορούσε να αντέξει εντονότερη προπόνηση. Δεν γνωρίζω, αν ισχύει κάτι τέτοιο. Όμως, αυτό για το οποίο όλοι είμασθε απόλυτα βέβαιοι είναι, ότι, εάν η φυσική κατάστασή του ήταν κάπως καλύτερη, θα ήταν με διαφορά ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα τον προηγούμενο αιώνα.

Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί, ότι δεν έβαζε εύκολα τα πόδια του στην φωτιά. Σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένα, αφού, ειδικά εκτός έδρας, οι καλοί ποδοσφαιριστές της εποχής, πολλές φορές, αντιμετωπίζονταν με αρκετή σκληρότητα (ας μην ξεχνάμε τα πολλά ξερά γήπεδα - νταμάρια εκείνης της περιόδου και τους σκληρούς αμυντικούς, κάποιοι εκ των οποίων ήταν κινητές λαιμητόμοι, τέλος δε ότι η τηλεοπτική κάλυψη ήταν ελάχιστη και η έλλειψη αυτή επέτρεπε ΄΄διάφορα΄΄, ιδίως στα εκτός έδρας παιγνίδια). Γενικά, η όλη αυτή κατάσταση, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, τον έκανε αρκετά προσεκτικό, ώστε να μην έχει ιδιαίτερους τραυματισμούς. Βέβαια, όσο περνούσε ο καιρός, τα πράγματα ήταν καλύτερα, αφού όλοι τον γνώριζαν καλά και τον αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη προσοχή, λόγω του σεβασμού που ενέπνεε (και) στους αντιπάλους του αλλά και της μεγάλης αποδοχής του από αυτούς.

Ο Κώστας Δαβουρλής δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση, με την τυπική έννοια του όρου. Αν δεν κάνω λάθος, τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Όμως, ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, σοβαρός, χαμηλού προφίλ, με συντηρητική εξωτερική εμφάνιση (τις περισσότερες φορές), πάντα ενημερωμένος (και μάλιστα επαρκώς) για την επικαιρότητα (και όχι μόνο στο ποδόσφαιρο και στον αθλητισμό, αλλά γενικότερα), με καλή αισθητική και με ανεπτυγμένη κριτική ικανότητα. Όλοι τον σέβονταν και τον άκουγαν. Και εκτός γηπέδου, ήταν μια κυρίαρχη – επιβλητική προσωπικότητα (χωρίς να το επιδιώκει).

Σαν χαρακτήρα, αρκετοί τον χαρακτήριζαν ως κλειστό έως και απόμακρο.

Νομίζω, ότι η αλήθεια είναι η εξής : Παρότι δημόσιο πρόσωπο, που οι φίλαθλοι πραγματικά τον λάτρευαν, δεν ήθελε την έντονη δημόσια ζωή. Είχε λίγους και συγκεκριμένους - σταθερούς φίλους (σύχναζε, σε ελάχιστα σημεία της Πάτρας, κυρίως, στην καφετέρια NAPOLI της πλατείας Όλγας). Γενικά, απέφευγε την δημοσιότητα. Με τους δικούς του, τους γνωστούς του και τους φίλους του (και τους συμπαίκτες του) ήταν οικείος, ανοικτός, χιουμορίστας, ''πειραχτήρι'', ατακαδόρος και με καλή διάθεση. Με τον πολύ τον κόσμο, ήταν ''κουμπωμένος''. Όχι σνομπ, αλλά αρκετά επιφυλακτικός, κυρίως, λόγω της έντονης πίεσης που - ως πολύ μεγάλος ποδοσφαιριστής - δεχόταν από τον κόσμο. Η μεγάλη του ποδοσφαιρική αξία δημιουργούσε πολύ μεγάλες προσδοκίες στους φιλάθλους, αυτοί του το έδειχναν άμεσα και αυτό, φυσικά, τον πίεζε, κάποιες φορές σε μεγάλο βαθμό. Υπήρχαν πολλοί φίλαθλοι που πήγαιναν στο γήπεδο περιμένοντας θαύματα από τον ίδιο. Θεωρούσαν, ότι σε κάθε παιχνίδι έπρεπε να σκοράρει, να μαγέψει. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε, ότι εκείνη την περίοδο - στις αρχές της δεκαετίας του 1970 - οι προσδοκίες των φιλάθλων της Παναχαϊκής για την ομάδα δεν είχαν ταβάνι. Η Παναχαϊκή και ο ΠΑΟΚ ήταν οι ομάδες που, κατά γενική ομολογία, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έπαιζαν το καλύτερο ποδόσφαιρο και ο κόσμος, πάντα, ήθελε το κάτι παραπάνω. Μάλιστα, ο τότε προπονητής του ΠΑΟΚ, Λες Σάννον (αργότερα προπονητής στην Παναχαϊκή), διαμαρτυρόμενος για την αντιμετώπιση που είχαν ο ΠΑΟΚ και η Παναχαϊκή από το τότε αθλητικό κατεστημένο του κέντρου, είχε πει ΄΄.. αφήστε, επιτέλους, τον ΠΑΟΚ και την Παναχαϊκή να πάρουν το πρωτάθλημα ….΄΄ Όλα αυτά του δημιουργούσαν μια πίεση, στην οποία προσπαθούσε να ''αμυνθεί''. Μάλιστα, όπως και η σύζυγος του είχε δηλώσει, αρκετές φορές, δεν την ήθελε  στο γήπεδο (για να αποφεύγει την πίεση και την ένταση – όπως και πάλι η ίδια έχει αναφέρει, τον παρακολούθησε μόνο δύο – τρεις φορές, από την κερκίδα). Η επιλογή του - έξω από το γήπεδο - ήταν να προσπαθεί να αποστασιοποείται από όλα αυτά, να τα αποφεύγει, όσο μπορεί, ώστε να διατηρείται ήρεμος. Γενικά, απέφευγε την πίεση. Ούτε, βέβαια, προτιμούσε να αντιμετωπίζει όλα αυτά με ΄΄διπλωματικό΄΄ τρόπο. Δεν ήταν ΄΄διπλωμάτης΄΄.

Ήταν αυστηρός στην κρίση του για το ποδόσφαιρο. Μιλούσε εύκολα και πολύ ενθαρρυντικά για αυτούς που πίστευε ότι είχαν πραγματικό ταλέντο. Πολύ χαρακτηριστικά, θυμάμαι, μια φορά, το έτος 1978 ή 1979, έτυχε να δει στην τηλεόραση (σε ελάχιστου χρόνου στιγμιότυπα) τον Ντιέγκο Μαραντόνα (τότε, σε ηλικία 18 - 19 ετών) και εντυπωσιασμένος, ανέφερε ΄΄…θα γίνει ο πρώτος …..΄΄. Ακόμη θυμάμαι τον ενθουσιασμό στο πρόσωπό του. Και για πατρινά παιδιά (που έπαιξαν στην Παναχαϊκή την περίοδο 1975 - 1985 - Γ. Ψαρράς, Μ. Σπανοσωτηρόπουλος, Τ. Κυριακόπουλος, Α. Αλεβιζόπουλος, Ν. Παπαγιαννόπουλος, Χ. Βασιλόπουλος, Α. Φιλιππόπουλος, Θ. Πατρώνης, Κ. Τσαμπάς, Θ. Μουγκογιάννης, Σ. Ξένος, Α. Γιώτης κ.α. - σίγουρα κάποιους ξεχνάω) μιλούσε με κολακευτικά λόγια. Θυμάμαι, όμως, ότι ιδιαίτερη εκτίμηση είχε στον Πάρι Γεωργακόπουλο.

Κατά τα λοιπά, του άρεσε η ταχύτητα στην οδήγηση (θα θυμούνται κάποιοι το  χαμηλό κόκκινο διθέσιο triumph), δεν απέφευγε εντελώς το κάπνισμα (όπως οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές της εποχής), με προτίμηση στα τσιγάρα DUNHILL, ήταν θαυμαστής του Δημήτρη Μητροπάνου (αλλά και ο Δημήτρης Μητροπάνος - φανατικός οπαδός τότε του Ολυμπιακού - ήταν μεγάλος θαυμαστής του).

Ακόμη, θα πρέπει να αναφέρω, ότι πολλοί είπαν, ότι θα μπορούσε να είχε καταφέρει ακόμη περισσότερα. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως, ο ίδιος δεν το επιδίωξε. Είχε καταφέρει πάρα πολλά, ήταν γεμάτος από νωρίς, είχε ήδη αναγνωρισθεί, από μικρός, ως ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές και δεν έβλεπε το λόγο να πιέσει περισσότερο τα πράγματα. Άλλωστε, το ποδόσφαιρο, μέχρι και το 1979, δεν είχε γίνει επαγγελματικό. Και ο ίδιος ήταν ελεύθερος σαν προσωπικότητα. Από ένα σημείο και μετά έβλεπε το ποδόσφαιρο σαν ευχαρίστηση και όχι σαν κάτι που τον πίεζε. Ακόμη, όμως και έτσι, διατηρείτο, πάντα, σε υψηλό επίπεδο, προκαλώντας τον θαυμασμό και τον σεβασμό, σε όποιο γήπεδο και αν έπαιζε. Και νομίζω, ότι, με αυτό, ήταν γεμάτος. Δεν ήθελε κάτι περισσότερο. Είχε κάνει, αλλά και συνέχιζε κάνει πράγματα, που ελάχιστοι μπορούσαν να κάνουν. Ακόμη και στα τριάντα πέντε  - 35  - του.

Πολλές φορές τον είχαν ρωτήσει, αν τον στενοχωρούσε που δεν τον είχαν καλέσει περισσότερες φορές στην Εθνική ομάδα, αλλά, πραγματικά, αυτό δεν τον ενοχλούσε. Ήξερε καλά, ότι, αρκετές φορές, οι επιλογές γίνονταν με κάποια ιδιαίτερα κριτήρια, τα οποία - αναγκαστικά - αποδεχόταν, αφού δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Όπως, φυσικά, ο ίδιος ήξερε, ότι, πολλές φορές, ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτούς που είχαν επιλεγεί. Γενικά, σε τέτοια θέματα, ήταν πολύ χαλαρός - large, φιλικός, χωρίς διαμαρτυρίες ή μικρότητες.

Είναι βέβαιο, ότι, σε ατομικό επίπεδο, θα είχε καταφέρει ακόμη περισσότερα πράγματα, αν είχε παίξει πολύ νωρίτερα σε μια μεγαλύτερη ομάδα, γιατί θα είχε περισσότερες και μεγαλύτερες ευκαιρίες και εμπειρίες (ιδίως, με τις συμμετοχές στην Ευρώπη). Όμως, σε μια τέτοια περίπτωση, θα τον είχε στερηθεί η Παναχαϊκή, κάτι που κανείς Πατρινός δεν θα ήθελε να είχε συμβεί.

Προσέφερε πολλά στο Πατραϊκό ποδόσφαιρο αλλά και στην πόλη γενικότερα. Άρρηκτα δεμένος με την Παναχαϊκή, ήταν ο φυσικός της ηγέτης. Από τις πιο εμβληματικές μορφές της πόλης του προηγούμενου αιώνα. Από αυτούς που προσέφεραν πάρα πολλά στην πόλη, χωρίς ποτέ να την ζημιώσουν ούτε στο ελάχιστο

Θα μπορούσαν να γραφούν και άλλα πολλά για τον Κώστα Δαβουρλή, αλλά δεν είναι ο κατάλληλος χώρος. Ήδη μπορεί να έγινα κουραστικός. Άλλωστε, εγώ δεν τον ήξερα προσωπικά (τον γνώριζα μόνο από την καθημερινότητα του γηπέδου της Αγυιάς). Υπάρχουν άλλοι στην Πάτρα, που τον γνώριζαν πολύ καλύτερα και μπορούν να πουν πολύ περισσότερα. Η παρούσα αφιέρωση είναι μια ελάχιστη ένδειξη τιμής και θαυμασμού σ' αυτό το πολύ μεγάλο ποδοσφαιρικό μέγεθος, όχι μόνο από εμένα, αλλά, θέλω να πιστεύω, από όλους εμάς που, ως απλοί φίλαθλοι - οπαδοί της ομάδας, ευτυχήσαμε να τον ζήσουμε από κοντά εκείνη την περίοδο και μας προσέφερε τόσα πολλά. Είναι μια εκπλήρωση υποχρέωσης. Και, βεβαίως, μια μικρή προσπάθεια, να τον γνωρίσουν περισσότερο οι νεότεροι, που δεν τον έζησαν. Πολύ σημαντική δε είναι η προσπάθεια του Νίκου Παπαγιαννόπουλου να δημιουργήσει, προς τιμήν του, στην Αγυιά, την ομάδα ''ΚΩΣΤΑΣ ΔΑΒΟΥΡΛΗΣ '92'', αμέσως μετά τον θάνατό του, με σημαντική μέχρι σήμερα προσφορά, στο τοπικό ποδόσφαιρο και ιδίως τις μικρές ηλικίες.

Τέλος, δεν θα πρέπει να παραλείψω να αναφέρω, ότι όλα αυτά που κατάφερε ο Κώστας Δαβουρλής, σε σημαντικό βαθμό οφείλονται και στο ότι ήταν μέλος της μεγάλης τότε Παναχαϊκής (της ΄΄ιπτάμενης΄΄ Παναχαϊκής, όπως, τότε, την αποκαλούσε μεγάλη μερίδα του τύπου). Με πολύ σπουδαίους συμπαίκτες : Θ. Ρήγας, Α. Μιχαλόπουλος, Β. Στραβοπόδης, Π. Λεβεντάκος, Δ. Σπεντζόπουλος, Κ. Ανδρούτσος, Μ. Παππάς, Σ. Αυγερινόπουλος, Α. Καλφίν, Χ. Νικολάου, Κ. Λεβέντης, Γ. Σίδερης, Γ. Ιωακειμίδης, Α. Τζανετουλάκος, Γ. Πλιάτσικας κ.α.  (και λίγο παλαιότερα Θ. Πεφάνης, Γ. Σαραντόπουλος, Β. Καραμπινάς, Γ. Σπανοσωτηρόπουλος, Δ. Καπανδρίτης, Σ. Λεγάτος  κ.α.), που δημιούργησαν  (σιγά, σιγά από το μηδέν και με βάση την ανεκτίμητη βοήθεια – προσφορά  του Σπύρου Βουλγαράκη, που αξιοποιήθηκε σωστά) μια υπερομάδα για τα δεδομένα της πόλης και της εποχής και, που, αναγνωρίσθηκαν, για αρκετά χρόνια, από όλη την ποδοσφαιρική  Ελλάδα σαν πολύ σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, με εκπληκτική χημεία μεταξύ τους, έχοντας, για αρκετά χρόνια, την πόλη σε εξέχουσα θέση στο ποδοσφαιρικό προσκήνιο της χώρας (ήταν και η πρώτη επαρχιακή ομάδα που κέρδισε την συμμετοχή της σε ευρωπαϊκή διοργάνωση, την περίοδο 1972- 1973). Το πόσο σπουδαίο είναι αυτό που πέτυχαν όλοι αυτοί δεν είναι εύκολο να το αντιληφθούν οι νεότεροι. Έπαιζε - στις αρχές της δεκαετίας του 1970 - η ομάδα στην Αθήνα με τις μεγάλες ομάδες του κέντρου και υπήρχαν φορές που βρίσκονταν στα γεμάτα του κέντρου - κυρίως στο παλιό ΄΄Γ. Καραϊσκάκης΄΄ αλλά και στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας - έξι ή επτά αλλά και καμμιά φορά οκτώ χιλιάδες οπαδοί της - εκδρομείς από την Πάτρα αλλά και Πατρινοί της Αθήνας ….!!!  Μια φορά στο παλιό Καραϊσκάκη και άλλη μια φορά στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας  είχα την τύχη να βρεθώ και εγώ – πιτσιρίκι στο δημοτικό – μαζί με τον  πατέρα μου, στιγμές ανεπανάληπτες, που δεν πρόκειται να ξεχασθούν, όσα χρόνια και να περάσουν. Με κύριο χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης την περηφάνεια των Πατρινών για την Παναχαϊκή (τότε που το 90% σχεδόν των Πατρινών ποδοσφαιρόφιλων ήταν οπαδοί  της Παναχαϊκής).

Άλλωστε, έχουν αλλάξει κατά πολύ οι εποχές και η σύνδεση των ομάδων με το τοπικό στοιχείο (κυρίως, όσον αφορά την εντοπιότητα των ποδοσφαιριστών) έχει χαλαρώσει πολύ, για να μην πούμε ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Μακάρι, να μπορούσαμε να τα ξαναζήσουμε όλα αυτά.

Υποστήριξη: SilkTech