Σύννεφα στην Πάτρα για τους Α' Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896

Η Πάτρα (από τα Ψηλαλώνια) λίγο πριν τους Αγώνες του 1896

Η είδηση για την τέλεση των Α' Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896, όπως ήταν επόμενο, ενθουσίασε τους πατρινούς, οι οποίοι, από το Καλοκαίρι του 1895, άρχισαν τις προετοιμασίες για το μεγάλο γεγονός.

Σκεπτόμενη ωφελιμιστικά η πλειοψηφία των Πατρινών προσδοκούσε ότι θα καρπωθεί κέρδη από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, γιατί διέθετε την μοναδική δίοδο επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης. Από το λιμάνι της θα διέρχονταν όλοι οι ξένοι αθλητές και επισκέπτες, που θα επιθυμούσαν να μετάσχουν ή να παρακολουθήσουν το διεθνές αθλητικό γεγονός της Αθήνας. Επίσης, από την Πάτρα θα περνούσαν και όσοι θα ήθελαν να περιηγηθούν στην Αρχαία Ολυμπία, η αποκάλυψη των ιερών της οποίας είχε γίνει πριν λίγα χρόνια.

Για τους λόγους αυτούς, όπως αναφέρει ο Νίκος Ε. Πολίτης, η Πάτρα «...άρχισε τις προετοιμασίες από το καλοκαίρι του 1895. Ευπρεπίστηκαν τα κτίρια του Τελωνείου και του Λιμεναρχείου που ήταν στο λιμάνι, καθώς και ο σιδηροδρομικός σταθμός. Επισκευάσθηκαν οι δρόμοι στο κέντρο της πόλης και προς το Γηροκομείο και στην Αχαΐα - Κλάους, αξιοθέατα που πιθανότατα θα προσέλκυαν ξένους επισκέπτες. Οι εστιάτορες, οι ξενοδόχοι και γενικώς οι καταστηματάρχες βελτίωσαν την εμφάνιση, ή ανανέωσαν τον εξοπλισμό των επιχειρήσεων τους...».

Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκαν και οι δύο Αθλητικοί Σύλλογοι της πόλης, αμέσως μετά τα Τήνια, θέλοντας να προετοιμάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τους αθλητές - μέλη τους, αλλά και να συσπειρώσουν νέους, όπως όριζε η εγκύκλιος της «Επιτροπείας προς Παρασκευήν Ελλήνων Αθλητών» που είχε σταλεί σε όλους τους Δήμους της χώρας. Με πρωτοβουλία του «Παναχαϊκού Γ.Σ.», διοργανώθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1895 ο πρώτος δοκιμαστικός Αγώνας Δρόμου Αντοχής, με τη συμμετοχή τριανταπέντε δρομέων που αγωνίστηκαν σε απόσταση 23 χλμ., από το Γυμναστήριο του Συλλόγου έως τα Βραχναίικα μετ' επιστροφής. Επίσης, νέος Αγώνας Δρόμου Αντοχής πραγματοποιήθηκε στις 19 Νοεμβρίου σε απόσταση 31 χλμ., καθώς και στις 26 Ιανουαρίου και 25 Φεβρουαρίου του 1896 σε αποστάσεις 34 και 40 χλμ. αντίστοιχα.

Την ίδια περίοδο διοργανώθηκαν και δοκιμαστικοί Γυμναστικοί Αγώνες Στίβου, στα δύο Γυμναστήρια των Συλλόγων. Στις 22 Οκτωβρίου και 17 Δεκεμβρίου 1895 τελέστηκαν οι προκριματικοί του «Παναχαϊκού Γ.Σ.» και στις 25 Φεβρουαρίου 1896 της «Γυμναστικής Ε.Π.». Στους δοκιμαστικούς αυτούς αγώνες, που διεξάγονταν με τη συμμετοχή πλήθους ενθουσιασμένων Πατρινών, είχαν διακριθεί οι αθλητές που θα αντιπροσώπευαν, αργότερα, την Πάτρα στους Πανελλήνιους Προκριματικούς Αγώνες στην Αθήνα.

Επειδή οι Πατρινοί προσδοκούσαν την προβολή της πόλης τους, από τις Ολυμπιακές νίκες των αθλητών τους, για τον λόγο αυτό με προθυμία έσπευσαν να συνδράμουν οικονομικά τα δύο πατραϊκά σωματεία, όπως και την Μπάντα της «Φιλαρμονικής Εταιρείας», που κι αυτή θα συμμετείχε στο τελετουργικό μέρος της Α' Διεθνούς Ολυμπιάδας. Με απόφαση του Δήμου Πατρέων, ενισχύθηκαν οι δύο σύλλογοι με το ποσόν των 500 δρχ. ο καθένας, ενώ - παράλληλα - οι διοικήσεις των δύο συλλόγων διοργάνωσαν ξεχωριστές οικονομικές εξορμήσεις. Ο μεν «Π.Γ.Σ.» διοργάνωσε έκτακτο έρανο, που στις τρεις πρώτες ημέρες είχε αποδώσει το ποσόν των 1.800 δρχ., η δε «Γ.Ε.Π.» έθεσε σε κυκλοφορία κονκάρδες με τα αρχικά του τίτλου της, που έγιναν ανάρπαστες.
Ωστόσο, ενώ οι Πατρινοί ενίσχυαν με μεγάλη προθυμία τα δικά τους σωματεία, «...αρνήθηκαν κάθε συνεισφορά στα έξοδα για την οργάνωση των Α' Ολυμπιακών Αγώνων...» με την αιτιολογία ότι όλα τα προβλεπόμενα ολυμπιακά έργα θα εκτελούνταν στην Αθήνα και, ως εκ τούτου, τις σχετικές δαπάνες θα έπρεπε να επωμισθούν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας και ο Δήμος Αθηναίων.

Το ζήτημα της πανελλήνιας συμμετοχής στην κάλυψη των δαπανών, για την προετοιμασία και διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, είχε προκύψει από την άρνηση της κυβέρνησης να συνεισφέρει οποιαδήποτε κρατική ενίσχυση. Έτσι, ως μοναδική λύση, είχε αποφασισθεί - κατ' αρχήν - η διατύπωση έκκλησης προς τους ομογενείς Έλληνες του εξωτερικού και - κατά δεύτερον - η διοργάνωση εσωτερικού εράνου.
Μάλιστα, μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Θεοδ. Δηλιγιάννη, εκδόθηκε στις 25-1-1895 ειδικό Βασιλικό Διάταγμα «Περί εγκρίσεως της συλλογής χρηματικών εισφορών προς τέλεσιν εν Αθήναις κατά το έτος 1896 των πρώτων διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων»(17), έργο που ανέλαβε ειδική επιτροπή που συστάθηκε γι' αυτό το σκοπό. Επίσης, αποφασίσθηκε η έκδοση σειράς αναμνηστικών γραμματοσήμων και εγκρίθηκε το δικαίωμα της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων να συνάψει δάνειο από πιστωτικό ίδρυμα της χώρας.

Ενώ, όμως, οι Έλληνες του εξωτερικού ανταποκρίθηκαν στην έκκληση της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, καταθέτοντας διάφορα ποσά , οι Δήμοι του ελληνικού κράτους προσέφεραν ελάχιστα, καταβάλλοντας στο κοινό ταμείο μόνο 30.384, 80 δρχ. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης έστειλαν 10.038,75 δρχ., της Αιγύπτου 27.288,45 δρχ., της Οδησσού 9.445,15 δρχ., της Βιέννης 11.410 δρχ. κ.α. Επίσης, διάφορα ποσά - συνολικού ύψους 3.524,25 δρχ., προσέφεραν οι υπόδουλοι Έλληνες των πόλεων της Χίου, Ιωαννίνων, Καβάλας κ.λ.π., ενώ οι Έλληνες της Σμύρνης κατέβαλαν το ποσό των 2.406,30 δρχ. Ωστόσο, μεγάλος ευεργέτης της χώρας και του Ολυμπισμού αναδείχθηκε ο οικονομικός παράγοντας της Αιγύπτου Γεώργιος Αβέρωφ (1818 - 1899), ο οποίος, με διάφορες τμηματικές δωρεές, συνολικά προσέφερε το ποσόν των 920.000 δρχ., ένα τεράστιο δηλαδή ποσό για την εποχή.

Τα περισσότερα χρήματα, από τους Δήμους της χώρας, προσέφερε ο Δήμος Αθηναίων, ένα ποσό του ύψους των 10.000 δρχ. που θεωρήθηκε μικρό σε σχέση με τα πραγματοποιούμενα έργα και τις οικονομικές δυνατότητες του. Το ζήτημα αυτό, ωστόσο, έλαβε μεγάλες διαστάσεις και προκάλεσε έντονες αντεγκλήσεις, όταν ο έρανος του Δήμου Πατρέων για την ενίσχυση της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Οι Πατρινοί είχαν αντιμετωπίσει τη σχετική έκκληση τελείως ψυχρά, εκτός από λιγοστούς που αποτελούσαν την εξαίρεση, όπως ο Αλέξανδρος Ζαΐμης (είχε προσφέρει 1.000 δρχ.), η «Γυμναστική Εταιρεία Πατρών» (100 δρχ.), ο βιομήχανος Γουστάβος Κλάους (50 δρχ.) και η οινοποιητική εταιρία του «Αχαΐα» (250 δρχ.). Ετσι, η αρνητική στάση των Πατρινών - που συγκροτούσαν τότε μία από τις πλέον αναπτυγμένες πόλεις της χώρας, εξόργισε τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής Ολυμπιακών Τιμολέοντα Φιλήμονα, ο οποίος, με δηλώσεις του στον Τύπο της 12ης Δεκεμβρίου 1895, επέκρινε δριμύτατα την πατρινή αδιαφορία. Το θέμα, όμως, είχε και συνέχεια. Γιατί, οι δηλώσεις του Τιμ. Φιλήμονα προκάλεσαν την οργίλη αντίδραση πολλών επωνύμων πατρινών, που πίστευαν ότι, εφόσον τα προγραμματισμένα ολυμπιακά έργα και η τέλεση των αγώνων θα ωφελούσαν την Αθήνα, το σχετικό κόστος θα έπρεπε να αναλάβουν οι κάτοικοι της κι όχι οι «πενέστατοι» Δήμοι της χώρας. Μάλιστα, ένας από τους διαμαρτυρόμενους - για τις δηλώσεις του Τ. Φιλήμονα - πατρινούς, ο κοινωνικός παράγοντας και παλαιός δημοσιογράφος και εκδότης Κωνσταντίνος Φιλόπουλος (παππούς από μητέρα του πρώην Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλου), σε άρθρο του υποστήριζε : «...Διά τους αθλητικούς χώρους πληρώνουν ο Αβέρωφ και αι κοινότηται του εξωτερικού. Δια την ευμάρειαν των ξένων θα προνοήση η ιδιωτική πρωτοβουλία και η κερδοσκοπία, αν όχι η αισχροκέρδεια. Υπολείπεται ο ευπρεπισμός της πόλεως (σ.σ. των Αθηνών). Καλοί δρόμοι, φωτισμός, ουρητήρια, μέσα διασκεδάσεως. Αυτά ζητεί η πρωτεύουσα να λάβη εκ των Δήμων, οι οποίοι είναι καταχρεωμένοι και χρεοκοπημένοι.
Τι συνεισέφεραν το Δημόσιον, ο Δήμος Αθηναίων, οι καταστηματάρχαι οι οποίοι θα πλουτίσουν, οι πλούσιοι και οι αξιωματούχοι οι οποίοι κάθηνται εις τας πρώτας θέσεις του Σταδίου;...».

Τελικά, τρεις περίπου μήνες μετά την διεξαγωγή των Α' Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων, στις 5 Ιουνίου 1896, η «Επιτροπή Εράνου Πατρών» συγκέντρωσε και απέστειλε στην Ολυμπιακή Επιτροπή το ποσόν των 364,65 δρχ., το οποίο αναφέρεται τελευταίο στον σχετικό κατάλογο των χορηγών της Α' Ολυμπιάδας.

ΤΑΣΣΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

Υποστήριξη: SilkTech